- ὑπερφύγῃ
- ὑπέρ-φεύγωfleeaor subj mp 2nd sgὑπέρ-φεύγωfleeaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφεύγω — Α φεύγω πέρα από κάτι, διαφεύγω, ξεφεύγω («ἢν τὰς ἑπτὰ ἡμέρας ὑπερφύγῃ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek